- δασολογία
- ηεπιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη, τη φροντίδα, τη διατήρηση και την εκμετάλλευση των δασών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δασολογία — η επιστήμη η οποία ασχολείται με την έρευνα τής δασικής οικονομίας ή δασοπονίας, με την εξασφάλιση δηλ. τού συνόλου τών οικονομικών αγαθών τα οποία μπορούν να παράγουν τα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
δασολογικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασολογία («δασολογικές σχολές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δασολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Νικ. Χλωρό] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
δασολόγος — ο ο ειδικός στη δασολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + λογος < λέγω. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος] … Dictionary of Greek
Γεννηματάς, Νικόλαος — (Αθήνα 1875 – Βιέννη 1931). Καθηγητής των ανώτερων μαθηματικών και της θεωρητικής μηχανικής. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (τότε Σχολείον Βιομηχανικών Τεχνών). Αρχικά εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός. Το 1900 με… … Dictionary of Greek
δασολογικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δασολογία: Τελείωσε τη δασολογική σχολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη δασολογία: Ο δασολόγος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των δασών της περιοχής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)